-
1 έκρηξη
[экрикси] ουσ. Θ. взрыв, извержение вулкана,εκ.περματίζω [экспэрматизо] р. извергать семя,εκ.περμάτωση [экспэрматоси] ουσ. Θ. извержение семени,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έκρηξη
-
2 взрыв
взрывм1. ἡ ἔκρηξη [-ις], ἡ ἐκπυρσο-κρότηση [-ις], ὁ κρότος·2. перен ἡ ·=κΡηξη, τό ξέσπασμα, ἡ ξαφνική ἐκδήλωση [-ις]:\взрыв смеха ἡ ἔκρηξη γέλιου, τό ξέσπασμα γέλιου· \взрыв аплодисментов τά θυελλώδη χειροκροτήματα· \взрыв негодования ἡ ἔκρηξη ἀγανάκτησης. -
3 взрыв
-а α.1. έκρηξη, σκάσιμο•взрыв бомб и снарядов έκρηξη βομβών και βλημάτων.
2. ανατίναξη•взрыв военного склада ανατίναξη στρατιωτικής αποθήκης.
3. μτφ. ξέσπασμα•взрыв аппло-дисменто’в ξέσπασμα χειροκροτημάτων•
взрыв негодования ξέσπασμα αγανάκτησης.
4. (φιλοσ.) έκρηξη, επανάσταση, βίαιο πέρασμα από το παλιό στο καινούργιο.5. (γλωσ.) βίαιη έξοδος αέρα από το στόμα. -
4 взорвать
-
5 взрыв
взрыв м 1) η έκρηξη 2) (бурное проявление) το ξέσπασμα· \взрыв аплодисментов το ξέσπασμα χειροκροτημάτων \взрыв смеха το ξέσπασμα γέλιου* * *м1) η έκρηξη2) ( бурное проявление) το ξέσπασμαвзрыв аплодисме́нтов — το ξέσπασμα χειροκροτημάτων
взрыв сме́ха — το ξέσπασμα γέλιου
-
6 извержение
извержение с: \извержение вулкана η έκρηξη ηφαιστείου* * *сизверже́ние вулка́на — η έκρηξη ηφαιστείου
-
7 ядерный
ядерный πυρηνικός; \ядерныйое оружие το πυρηνικό όπλο; \ядерныйые испытания οι πυρηνικές δοκιμές; \ядерный взрыв η πυρηνική έκρηξη* * *я́дерное ору́жие — το πυρηνικό όπλο
я́дерные испыта́ния — οι πυρηνικές δοκιμές
я́дерный взры́в — η πυρηνική έκρηξη
-
8 извержение
-я ουδ.1. ανάδοση, εκπομπή, εξακόντιση.2. έκρηξη•извержение вулкана έκρηξη ηφαιστείου.
3. πλθ. извержениея απορρίματα, κόπρανα. -
9 взрыв
η έκρηξηη ανατίναξηдемографический - δημογραφική/πληθυσμιακή -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > взрыв
-
10 взрывать
(разрушать взрывом) προκαλώ έκρηξη, ανατινάσσω/ανατινάζω, διαρρηγνύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > взрывать
-
11 вспышка
1. кфт. το φλας 2. (внезап-ный яркий свет, пламя) η λάμψη, η αναλαμπή, (воспламенение) η ανάφλεξηсолнечная - η ηλιακή έκλαμψη/έκρηξη ^.(кратковременное проявление чего-л.) η ανάφλεξη, η παρόξυνσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вспышка
-
12 выключатель
эл. о διακόπτηςвзрывозащищенный - προστατευμένος από έκρηξη/φλόγαмасляный - λαδιού, ο ελαιοδιακό-πτηςмногопозиционный - πολλών θέσεων, ρυθμιστικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выключатель
-
13 газобезопасность
1. (от утечки газа) η ασφάλεια/πρόληψη από αναθυμιάσεις αερίων 2. (от взрыва) η ασφάλεια/πρόληψη από έκρηξη αερίων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газобезопасность
-
14 детонация
1. (мгновенное воспламенение взрывчатого вещества, вызванное взрывом или ударом) η έκρηξη, η εκπυρσοκρότηση 2. (двс) о κτύπος της μηχανής λόγω ταχείας ή κακής καύσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > детонация
-
15 заглушать
1. (звук) σιγάω/σιγώ, πνίγω, σκεπάζω, σβήνω (τον ήχο) 2. (закры-вать отверстие) κλείνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заглушать
-
16 захлопывание пузырька
(при кавитации) η έκρηξη, το σκάσιμο της θρυαλλίδας (κατά το στροβιλισμό).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > захлопывание пузырька
-
17 извержение
(вулкана) η έκρηξη (ηφαιστείου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > извержение
-
18 торпедирование
(скважин) η (ελεγχόμενη) έκρηξη στη γεώτρηση (προς διάνοιξη ή εξουδετέρωση των βλαβών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > торпедирование
-
19 взрослый
-
20 атомный
атом||ныйприл ἀτομικός, τών ἀτόμων:\атомныйный вес τό ἀτομικό[ν] βάρος; \атомныйное ядро́ ὁ ἀτομικός πυρήν \атомныйная теория (энергия) ἡ ἀτομική θεωρία (ενέργεια); \атомныйный реактор ὁ ἀτομικός ἀντιδραστήρ;\атомныйное ору́жие τό ἀτομικό ὀπλο; \атомныйная бо́мба ἡ ἀτομική βόμβα; \атомныйный взрыв ἡ ἀτομική ἔκρηξη; \атомныйный ледокол τό ἀτομικό παγοθραυστικό.
См. также в других словарях:
έκρηξη — Βίαιη και ταχύτατη απελευθέρωση ενέργειας, η οποία εκδηλώνεται με τη μορφή θερμότητας, φωτός, τεράστιας παραγωγής αερίων και συνεπώς μηχανικού έργου. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται συνήθως στη χημική αντίδραση που παράγεται μέσα στην εκρηκτική ύλη… … Dictionary of Greek
έκρηξη — η 1. σκάσιμο με πάταγο, που προκαλείται απότομα από ισχυρή πίεση αερίων προς τα έξω, η οποία δημιουργείται με ανάφλεξη εκρηκτικών υλών ή με ισχυρή πίεση από μηχανικά μέσα. 2. μτφ., ξαφνική έναρξη καταστρεπτικής κατάστασης: Έκρηξη πολέμου. 3. μτφ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκρήξῃ — ἐκρήξηι , ἔκρηξις breaking out fem dat sg (epic) ἐκρήγνυμι break off aor subj mid 2nd sg ἐκρήγνυμι break off aor subj act 3rd sg ἐκρήγνυμι break off fut ind mid 2nd sg ἐκρήσσω cause aor subj mid 2nd sg ἐκρήσσω cause aor subj act 3rd sg ἐκρήσσω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηχητική έκρηξη — Ισχυρά ηχητικά και κρουστικά κύματα που δημιουργούνται κατά τη διάσπαση του φράγματος του ήχου, όταν ένα αεροπλάνο κινείται με υπερηχητική ταχύτητα. Με την αύξηση της ταχύτητας, τα μέτωπα των κυμάτων που προέρχονται από την πηγή του ήχου… … Dictionary of Greek
ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… … Dictionary of Greek
εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
ατομική βόμβα — Καταστροφικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί την ενέργεια που παράγεται από μια πυρηνική αντίδραση. Συνήθως ο όρος α.β. αναφέρεται στις βόμβες που χρησιμοποιούν ενέργεια της σχάσης (λεγόμενες βόμβες Α), ενώ οι βόμβες που χρησιμοποιούν την ενέργεια… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
αντίβλημα — Ιδιαίτερος τύπος βλήματος, εφοδιασμένος με θερμοπυρηνική κεφαλή, ικανός να καταστρέφει ή να επιφέρει βλάβες, κατά τη διάρκεια πτήσης, στους κώνους των διηπειρωτικών βαλλιστικών βλημάτων. Λέγεται και αντιπύραυλος. Πρόκειται, κατά κανόνα, για βλήμα … Dictionary of Greek
βόμβα — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνεται κάθε συσκευή που αποτελείται από ένα μεταλλικό περίβλημα γεμισμένο με εκρηκτική ύλη, η οποία εκσφενδονίζεται ή τοποθετείται κάπου και εκρήγνυται μέσω ενός εμπυρεύματος (καψούλι) είτε με ωρολογιακό μηχανισμό… … Dictionary of Greek